παραπροστάτης

παραπροστάτης
και δωρ. τ. παραπροστάτας, ὁ, Α
αυτός που βρισκόταν δίπλα στον προστάτη, που τόν αντικαθιστούσε, ο αναπληρωτής τού προϊσταμένου, τού προέδρου σε ένα συγκροτημένο σώμα και ιδίως στην Βουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + προστάτης «προϊστάμενος, πρόεδρος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπροστατώ — έω, Α [παραπροστάτης] είμαι παραπροστάτης*, αναπληρώνω τον προϊστάμενο σε ένα συγκροτημένο σώμα, ιδίως στην Βουλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”